-
1 τόσου
τόσοςso great: masc /neut gen sg -
2 τόσος
τόσος, [dialect] Ep. [full] τόσσος, η, ον (both forms in Hom. (v. infr.) and Hes. (Op. 680, 711, Th. 705), the latter form also in Trag. (lyr.), S.Aj. 184), Demonstr. corresponding to the Relat. ὅσος and interrog. πόσος:—of Size, Space, and Quantity,A so great, so vast: of Time, so long: of Number, pl., so many: of Sound, so loud: generally of Degree, so much, so very:—freq. answered by the Relat.ὅσος, οὔ τι τόσος γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας Il.2.528
;κακὸν τόσον ὅσσον ἐτύχθη 17.410
, cf. Hes.Op. 680: sts. with an Adv. as relat., τόσων.. ὡς .. A.Ag. 866: freq. abs., when it either refers to something already mentioned, so great or so many, Il.9.546, 21.321, or to a wellknown magnitude, which may be great or small, acc. to the context, just so much or just so many, Od.14.100, 22.144, Hes.Th. 705, etc.: with numeral Adverbs, τρὶς τόσσα.. δῶρα thrice as many, Il.1.213, cf. 9.379, 21.80, 24.686;δὶς τόσα τείνυσθαι Hes.Op. 711
; δὶς τόσον [κακόν] Thgn.1090;δὶς τόσ' ἐξ ἁπλῶν κακά S.Aj. 277
;τόσαι τρίς Alex.187.1
.— Τόσος is used thus only in Poets, τοσόσδε or τοσοῦτος being used in [dialect] Att. Prose, exc. in the neut., v. infr. 11.2 rarely poet. for ὅσος, Pi.N.4.5, B. 15.11, Call.Ap.94.II in Hom. τόσον and τόσσον are common as Adv. with Verbs and Adverbs, so much, so far, so very; with a relat.,τόσσον.., ὅσον Il.3.12
, cf. 6.450, al.; τόσσον.., ὡς .. 22.424; τόσον.., ὡς ὅτε .. 4.130: freq. abs., λίην τ. so very, Od.4.371, 15.405; τόσσον πολλόν so very far, Il.20.178; τ. πλέες so many more, 2.129;τ. φέρτερος Od.21.372
;τόσσον.. πεπείρημαι Hes.Op. 660
;δὶς τόσσον.. ἀπῆμεν Od.9.491
, cf. A.Ag. 140 (lyr.), Eu. 896, etc.: in Prose, τόσον νυνὶ φρόνει.. ὅσονπερ τότε prob. in Lys.Oxy.1606.194 (Bodl.Quart.Record 5.303); τόσα καὶ τόσα so and so many, Pl.Phdr. 271d;ἔτη τ. καὶ τ. D.57.29
;ζημιοῦσθαι τόσῳ καὶ τόσῳ Pl.Lg. 721d
.2 ἐκ τόσου ever since (that), always of Time, freq. in Hdt., as 5.88, 6.84, cf. Pl.Lg. 642e; in the meantime,POxy.
298.17 (i A. D.).3 ἐς τόσον so far,ὁκόταν ἐς τ. προΐωσι τοῦ χρόνου.., πρότερον ἢ ἐς τ. ἀφικέσθαι Hp.Mul.2.133
;εἰς τόσον ἔδεισαν IG12(3).174.28
(Cnidus, i B.C., Epist. Augusti);ἐπὶ τόσσον A.R.3.1146
.
См. также в других словарях:
τόσου — τόσος so great masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τόσος — η, ο / τόσος, η, ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, η, ον, Α (δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος) 1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη… … Dictionary of Greek
φυσιολογικός — ή, ό / φυσιολογικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιολογία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τής φυσιολογίας 2. μτφ. α) αυτός που υπάρχει, γίνεται ή εξελίσσεται σύμφωνα με τη φύση, κανονικός, ομαλός (α. «φυσιολογικός τοκετός» β. «ύστερα από … Dictionary of Greek
Χάρης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος στρατηγός από τον δήμο της Αιξωνής (περ. 400 – περ. 324 π.Χ.). Διακρίθηκε στην αποστολή του για βοήθεια από τους Αθηναίους προς τους συμμάχους τους Φλιασίους (367), οι οποίοι πιέζονταν από τους Σικυώνιους και … Dictionary of Greek